- μονοφωνικός
- -ή, -ό1. αυτός που εκτελείται μόνο από μία φωνή, που ανήκει ή αναφέρεται στη μονοφωνία2. φρ. α) «μονοφωνικό σύστημα» — σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου που χρησιμοποιεί μόνο έναν δίαυλο, σε αντιδιαστολή προς το στερεοφωνικό, που χρησιμοποιεί δύο ή περισσότερους χωριστούς διαύλουςβ) «μονοφωνική μουσική» — αυτή που εκτελείται από μία φωνή ή από περισσότερες, αλλά σε ταυτοφωνία ή σπανιότερα και από ένα όργανο ή από περισσότερα, επίσης σε ταυτοφωνία, είτε σύγχρονα είτε διαδοχικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. monophonic (< μον[ο]-* + -φωνος < φωνή].
Dictionary of Greek. 2013.